αθλιόπαις

αθλιόπαις
ἀθλιόπαις, η (Μ) (μόνο στο θηλυκό)
αυτή που έχει κακότυχα παιδιά ή η δυστυχισμένη εξαιτίας τής κακοτυχίας τού παιδιού της. Η λέξη απαντά μόνο στον Ευμάθιο, που από άλλους θεωρείται ότι είναι ο Ευστάθιος ο Μακρεμβολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθλιος + παῖς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”